- ἱερογλωσσόκομον
- ἱερο-γλωσσόκομον, [dialect] Dor. [pref] ἱᾰρο-, τό,A sacred deed-box, Hermes64.64 (Epid., ii A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ιερογλωσσόκομον — ἱερογλωσσόκομον, δωρ. τ. ἱαρογλωσσόκομον, τὸ (Α) ιερό χρηματοκιβώτιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + γλωσσόκομον «χρηματοκιβώτιο»] … Dictionary of Greek
ιερ(ο)- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα, που προσδίδει στο β συνθετικό τη σημασία «ιερός, θείος, άγιος, αφιερωμένος στον θεό». Επί πλέον, στη Νέα Ελληνική απαντά ως α συνθετικό όρων τής ανατομίας … Dictionary of Greek